- προσαγωγή
- η1) приведение, введение; 2) перен. приведение, представление (доказательств и т. п.); 3) юр. привлечение;
ένταλμα βιαίας προσαγωγής — привод;
§ εκ προσαγωγης — постепенно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ένταλμα βιαίας προσαγωγής — привод;
§ εκ προσαγωγης — постепенно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσαγωγή — bringing to fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγή — η, ΝΜΑ [προσάγω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσάγω, προσκόμιση 2. το να οδηγείται κανείς ενώπιον κάποιου («προσαγωγή στον εισαγγελέα») 3. φρ. «εκ προσαγωγής» με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόν νεοελλ. 1. ναυτ. ορτσάρισμα 2. φυσιολ. η κίνηση … Dictionary of Greek
προσαγωγῇ — προσαγωγῆι , προσαγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) προσαγωγή bringing to fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγαῖς — προσαγωγή bringing to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγαί — προσαγωγή bringing to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγῇσι — προσαγωγή bringing to fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγῇσιν — προσαγωγή bringing to fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγήν — προσαγωγή bringing to fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγῶν — προσαγωγή bringing to fem gen pl προσαγωγός attractive masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ … Dictionary of Greek
κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… … Dictionary of Greek